- επανατάσσω
- 1. επαναφέρω κάτι στη θέση του2. ιατρ. επαναφέρω εξαρθρωμένο μέλος τού σώματος στην κανονική θέση του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επανάταξη — η [επανατάσσω] επανατοποθέτηση, επαναφορά κάποιου πράγματος στην κανονική του θέση 2. ιατρ. επαναφορά ενός εξαρθρωμένου μέλους τού σώματος στη θέση του 3. (πυροβ.) η μετά τη βολή επαναφορά τού πυροβόλου ή τού σωλήνα καί τών μερών τού κιλλίβαντα… … Dictionary of Greek
επανα- — ἐπανα και ἐπαν (AM) μσν. νεοελλ. Α συνθετικό λέξεων που σημαίνουν: α) επανάληψη τής έννοιας τού Β συνθετικού («επαναλαμβάνω, επαναλέγω» κ.λπ.) β) για δεύτερη φορά, ξανά, πίσω («επανέρχομαι, επανακάμπτω» κ.λπ.) γ) επάνω («επανασύρω», σύρω επάνω… … Dictionary of Greek
εφίζω — ἐφίζω και δωρ. τ. ἐφίσδω (Α) 1. βάζω κάποιον να καθίσει («γούνασιν οἶσιν ἐφεσσάμενος» αφού μέ κάθισε στα γόνατα, Ομ. Οδ.) 2. αποκαθιστώ, επανατάσσω εξάρθρωση 3. (αμτβ.) κάθομαι 4. κάθομαι πάνω σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἵζω «καθίζω»] … Dictionary of Greek